φοροδιαφυγή (η) 1. εθνικό σπορ στο οποίο νικητής είναι ο επαγγελματικός κλάδος που θα καταφέρει να στερήσει το μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από τα δημόσια ταμεία και κατά συνέπεια από τους άλλους αγωνιζόμενους κλάδους: πρωταθλητές στη φοροδιαφυγή γιατροί και δικηγόροι 2. κακή συνήθεια την οποία, ψευδώς, ισχυριζόμαστε πως θέλουμε να εγκαταλείψουμε: ο Λευτέρης μπορεί να λέει πως θέλει να κόψει το ποτό, αλλά δεν θα το κάνει, είναι η φοροδιαφυγή του 3. μονάδα μέτρησης ικανότητας κατοίκου βαλκανικής χώρας: ο Γιάννης είναι ταλαντούχος και εργατικός, διαφορετικά δεν θα είχε τόσο μεγάλη φοροδιαφυγή ΣΥΝ καγιέν.