βαλεντίνος /α (ο/η) 1. προστάτης του έρωτα: επειδή τα παιδιά σκοτώνουν τον έρωτα, καλύτερα να φοράς πάντα βαλεντίνο ΣΥΝ προφυλακτικό 2. προστάτης των ζαχαροπλαστών: όταν του λέγαμε πως τρώει πολλά γλυκά δεν μας πίστευε, αλλά όταν ζυγίστηκε και είδε το τριψήφιο κατάλαβε πως είχε γίνει βαλεντίνος ΣΥΝ κραουνάκης, βενιζέλος 3. εμετικά συναισθηματικός που προσποιείται ευαισθησία: είναι τόσο βαλεντίνα που κάθε φορά που τραγουδάει τραγούδια χωρισμού δακρύζει... από συγκίνηση για τη διατροφή που εισπράττει κάθε μήνα ΣΥΝ έντεχνος, μπακαλιάρος 4. εμετικά συναισθηματικός που διαφημίζει ευαισθησία: η Κατίνα είναι τόσο βαλεντίνα που τύπωσε σε μπλουζάκι τη φράση «Εγώ σήμερα έκλαψα τρεις φορές για τους άστεγους και τους φτωχούς. Εσύ πόσες;» ΣΥΝ μπακαλιάρος.