σόιμπλε (ο) 1. αυτός που φταίει για όλα: ο Μάκης είναι τόσο σόιμπλε, που κάθε φορά που γίνεται μια ζημιά κατσαδιάζουν αυτόν ΣΥΝ. μέρκελ, ομπάμα 2. απαγόρευση συγκεντρώσεων: θέλαμε να κάνουμε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας, αλλά η κυβέρνηση κήρυξε σόιμπλε 3. νύφη : τα λέει στον σόιμπλε για να τ’ ακούσει η πεθερά 4. επιθεώρηση από ανώτερο αξιωματούχο σε διαλυμένο στρατόπεδο: δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά όσο κρατάει ο σόιμπλε θέλω να φαίνεται πως όλα λειτουργούν σωστά.