μπαλτάκος (ο) 1. πνευματικά ανεπαρκής, εγκεφαλικά ανήμπορος: ο Τάκης είναι τόσο μπαλτάκος που φοράει το προφυλακτικό στα δάχτυλα επειδή έτσι του έδειξαν όταν ρώτησε πώς μπαίνει ΣΥΝ ηλίθιος 2. αυτός που έχει στενές σχέσεις με ναζιστικές οργανώσεις: ο Τάκης δεν είναι μέλος της Χρυσής Αυγής αλλά είναι μπαλτάκος και όλο μαζί τους κάνει παρέα ΣΥΝ φατσιράκι (ΣΥΝΘ. από τις λέξεις φασίστας και τσιράκι) 3. αυτός που πουλάει πληροφορίες: ε όχι και παλιά αστική οικογένεια η Λουκία..., τα λεφτά τα έκαναν επειδή ο μπαμπάς της επί κατοχής ήταν μπαλτάκος ΣΥΝ ρουφιάνος 4. στενός συνεργάτης πρωθυπουργού: κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο φανερό πως ο Σαμαράς ξέρει να διαλέγει τους μπαλτάκους του ΣΥΝ φαήλος, χρύσανθος, σταμάτης.