To Λεξικό

μπαλτάκος (ο) 1. πνευματικά ανεπαρκής, εγκεφαλικά ανήμπορος: ο Τάκης είναι τόσο μπαλτάκος που φοράει το προφυλακτικό στα δάχτυλα επειδή έτσι του έδειξαν όταν ρώτησε πώς μπαίνει ΣΥΝ ηλίθιος 2. αυτός που έχει στενές σχέσεις με ναζιστικές οργανώσεις: ο Τάκης δεν είναι μέλος της Χρυσής Αυγής αλλά είναι μπαλτάκος και όλο μαζί τους κάνει παρέα ΣΥΝ φατσιράκι (ΣΥΝΘ. από τις λέξεις φασίστας και τσιράκι) 3. αυτός που πουλάει πληροφορίες: ε όχι και παλιά αστική οικογένεια η Λουκία..., τα λεφτά τα έκαναν επειδή ο μπαμπάς της επί κατοχής ήταν μπαλτάκος ΣΥΝ ρουφιάνος 4. στενός συνεργάτης πρωθυπουργού: κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο φανερό πως ο Σαμαράς ξέρει να διαλέγει τους μπαλτάκους του ΣΥΝ φαήλος, χρύσανθος, σταμάτης.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top