εθνικιστής (ο) 1. αυτός που μπορεί να νιώσει σημαντικός μόνο μέσω της εθνικότητας την οποία έτυχε να έχει:
ο καημένος ο Θανάσης έχει κόμπλεξ κατωτερότητας, οπότε έχει αναγκαστεί να είναι εθνικιστής ΣΥΝ
χρυσαυγίτης 2. ντροπαλός φασίστας:
όποιος βάζει πάνω από όλα την πατρίδα και τη θρησκεία δεν είναι υποχρεωτικά φασίστας, μπορεί να είναι εθνικιστής 3. αυτός που λατρεύει οτιδήποτε προέρχεται από την πατρίδα του:
είναι τόσο εθνικιστής που όταν βλέπει αγώνες της εθνικής Ελλάδας νομίζει πως παρακολουθεί καλό ποδόσφαιρο ΣΥΝ χελάκης
4. ο αμόρφωτος και ακαλλιέργητος πατριώτης:
ο φουκαράς ο Λάκης είναι εθνικιστής και πιστεύει πως υπάρχουν εθνικά DNA ΣΥΝ φανή χαλκιά.