τζαμτζής (ο) 1. ακριβοπληρωμένος εξαιτίας των πολλών και μεγάλων ικανοτήτων του : ο βουλευτής Δάνης είναι τόσο τζαμτζής που είπε πως μόνο για 2.000 ευρώ δεν θα πήγαινε στη Βουλή ΣΥΝ ρονάλντο, μέσι 2. ο κοπροφάγος: ρε συ, είναι τζαμτζής ο Δάνης; Γιατί τον άκουσα να λέει πως ξεραίνει τα κακά του για να φάει 3. πολύ φτωχός: ο καημένος ο Δάνης είναι τόσο φτωχός που δεν έχει λεφτά να αγοράσει καφέ να βουτήξει τα ξεραμένα κακά του ΣΥΝ βουλευτής.