To Λεξικό

ελπίζω ρ. 1. Δυστυχώ, αναμένοντας κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί: καμιά φορά φαντάζομαι ότι θα μου πεις πως με θέλεις και ελπίζω 2. λέω ψέματα στον εαυτό μου: θα ήθελα να πω ότι η χώρα θα βγει σύντομα από την κρίση, αλλά δεν θέλω να ελπίζω 3. κακή συνήθεια που δεν μπορώ να εγκαταλείψω: όσο ζω ελπίζω.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top