θέρμανση (η) 1. άπιαστο όνειρο, ανεκπλήρωτος πόθος: όσο κι αν ο Νίκος προσπάθησε να γοητεύσει την Χριστίνα, εκείνη παρέμεινε η θέρμανσή του ΣΥΝ εργασία 2. ιδέα ή επιδίωξη η οποία είναι εκτός πραγματικότητας: σταμάτα να κυνηγάς θερμάνσεις και προσγειώσου στην πραγματικότητα ΣΥΝ ουτοπία 3. υπερβολικός πλούτος: ο Μηνάς ποτέ δεν θα καταλάβει τι πάει να πει να είσαι φτωχός, αυτός μεγάλωσε μέσα στη θέρμανση ΣΥΝ χλιδή.