οπλοφορώ ρ. 1. βρίσκω υποκατάστατο πέους: η Ελένη θα ήθελε να είναι άντρας και γι αυτό οπλοφορεί 2. ενεργώ πιστεύοντας πως ξεπερνώ αξεπέραστα μειονεκτήματα: το πέος του Ηλία είναι τόσο μικρό που είναι αναγκασμένος να οπλοφορεί 3. ικανοποιώ παιδική επιθυμία, αξιοποιώντας βουλευτικό δικαίωμα: από μικρός μου άρεσαν τα γουέστερν και τώρα που είμαι βουλευτής μπορώ επιτέλους να οπλοφορώ.