To Λεξικό

οπλοφορώ ρ. 1. βρίσκω υποκατάστατο πέους: η Ελένη θα ήθελε να είναι άντρας και γι αυτό οπλοφορεί  2. ενεργώ πιστεύοντας πως ξεπερνώ αξεπέραστα μειονεκτήματα: το πέος του Ηλία είναι τόσο μικρό που είναι αναγκασμένος να οπλοφορεί  3. ικανοποιώ παιδική επιθυμία, αξιοποιώντας βουλευτικό δικαίωμα: από μικρός μου άρεσαν τα γουέστερν και τώρα που είμαι βουλευτής μπορώ επιτέλους να οπλοφορώ.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top