πολυνομοσχέδιο (το) 1. είδος σαλάτας με αταίριαστα υλικά: πήρα ντομάτα, σοκολάτα και σαρδέλες κι έφτιαξα ένα πολυνομοσχέδιο που δεν τρωγόταν με τίποτα 2. τσαπατσούλικη προσπάθεια να τακτοποιηθούν ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά ζητήματα: το σχέδιό σου δεν θα λειτουργήσει, είναι πολυνομοσχέδιο 3. ό,τι να ’ναι: σταμάτα να σκέφτεσαι τι θα φορέσεις, βάλε πολυνομοσχέδιο 4. παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κρατήσουν δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη: Αντώνη, πάψε να παίζεις πολυνομοσχέδιο, έχεις λερώσει παντού ΣΥΝ. κυβέρνηση.