αλλάς (ο) 1. αυτός που κρύβει την πραγματική του ιδεολογία και νοοτροπία χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία: άκουσα τον Μάκη να λέει πως δεν έχει πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους, ΑΛΛΑ βρίσκει αφύσικα τα ομόφυλα ζευγάρια και την ιδέα να έχουν ίσα δικαιώματα. Μόνο τότε κατάλαβα πόσο αλλάς είναι/ πιστεύω στην ελευθερία του λόγου, ΑΛΛΑ πρέπει να μπουν όρια είπε ο αλλάς, νομίζοντας πως δεν καταλαβαίνουμε πόσο πολύ αγαπάει την καταστολή όταν είναι από την πλευρά που την επιβάλλει 2. υποκριτής: μου είπε πως με αγαπάει και με θέλει, ΑΛΛΑ πρέπει να χωρίσουμε γιατί φοβάται τη δέσμευση. Σε άλλη περίπτωση θα στεναχωριόμουν, αλλά είμαι αλλεργική στους αλλάδες.