ρακέτες (οι) 1. παιχνίδι παραλίας στο οποίο οι παίκτες ενώ σφίγγουν τους μύες τους προσπαθούν να πετύχουν όσο περισσότερους λουόμενους μπορούν με ένα μπαλάκι του τένις, χωρίς όμως να λερώσουν το μαγιό τους από το σφίξιμο: ο Γιώργος έκανε όλο το χειμώνα γυμναστήριο, σολάριουμ και σκοποβολή για να μπορέσει να παίξει ρακέτες 2. αιτία εκνευρισμού: δεν θύμωσα από αυτά που μου είπε, οι ρακέτες μου ήταν το ύφος του ΣΥΝ. τάβλι 3. ανυπόφορος επαναλαμβανόμενος ήχος: το καζανάκι έχει διαρροή, ακούω συνέχεια ρακέτες από το μπάνιο.