εδτ (η) 1. παλιομοδίτικο, ρετρό: ο Παντελής είναι τόσο χίπστερ που όλα του τα ρούχα είναι εδτ ΣΥΝ. βίντατζ 2. νοσταλγία: τις προάλλες έβλεπα το Ρετιρέ και με έπιασε μια εδτ ΣΥΝ. υενεδ 3. τηλεοπτικό κανάλι που αναδεικνύει την αισθητική της λαϊκής δεξιάς: κάθε φορά που βάζω να δω εδτ με πιάνει υενέδ ΣΥΝ. τηλεάστυ 4. ταξίδι στο παρελθόν: μετά την απόδειξη πως η εδτ είναι δυνατή, ο Αντώνης Σαμαράς δεν αποκλείεται να είναι υποψήφιος για Νόμπελ.