ραχηλμακρή (η) 1. αυτή που δεν ανέχεται κριτική: το ξέρω πως είναι σαν κλόουν έτσι όπως ντύνεται και βάφεται, αλλά μην της το πεις γιατί είναι ραχηλμακρή και θα βάλει τις φωνές ΣΥΝ κωνσταντοπούλου 2. σύνδρομο καταδίωξης: ο καημένος έχει ραχηλμακρή και νομίζει πως τον ψεκάζουν, τον παρακολουθούν και θέλουν να τον σκοτώσουν 3. αυτή που δεν είναι κανά κορόιδο: είναι τόσο ραχηλμακρή που με το που κατάλαβε ότι δεν μπορεί κανείς να τη μηνύσει ξεκίνησε να στέλνει κόσμο στα δικαστήρια 4. χαλασμένη: μη φας τη μαγιονέζα, είναι ραχηλμακρή και θα σε πιάσει το στομάχι σου ΣΥΝ ληγμένη.