To Λεξικό

κεδίκογλου (ο) 1. νεαρός βοηθός ξανθιάς τηλεπαρουσιάστριας πρωινάδικων και σόου: τον βλέπεις μεγάλο και τρανό τον Σίμο, αλλά κάποτε ήταν απλώς ένας κεδίκογλου 2. αυτός που καταφέρνει κάτι εξαιτίας του μπαμπά του: θα έβγαινε βουλευτής ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης αν δεν ήταν κεδίκογλου; ΣΥΝ. κεφαλογιάννης 3. αυτός που αλλάζει απόψεις και επιχειρήματα ανάλογα με το συμφέρον του: εγώ σου λέω να μην τον ψηφίσεις, μου φαίνεται τελείως κεδίκογλου.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top