κεδίκογλου (ο) 1. νεαρός βοηθός ξανθιάς τηλεπαρουσιάστριας πρωινάδικων και σόου: τον βλέπεις μεγάλο και τρανό τον Σίμο, αλλά κάποτε ήταν απλώς ένας κεδίκογλου 2. αυτός που καταφέρνει κάτι εξαιτίας του μπαμπά του: θα έβγαινε βουλευτής ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης αν δεν ήταν κεδίκογλου; ΣΥΝ. κεφαλογιάννης 3. αυτός που αλλάζει απόψεις και επιχειρήματα ανάλογα με το συμφέρον του: εγώ σου λέω να μην τον ψηφίσεις, μου φαίνεται τελείως κεδίκογλου.