Θεός (ο) 1. φανταστικός φίλος: όπου κι αν πάω, ό,τι κι αν κάνω έχω πάντα στο πλάι μου τον Θεό ΣΥΝ αλλάχ 2. αδιάκριτος: ο Θεός ακούει ό,τι λες και βλέπει ό,τι κάνεις ΣΥΝ κουτσομπόλης 3. αυτός που συνεχώς κρίνει τους άλλους: απορώ με το θράσος του Θεού να θέλει να με κρίνει ‒με τόσες κακοτεχνίες στα έργα του νομίζω πως το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει είναι μια καλή αυτοκριτική ΣΥΝ κωστάλας 4. αφορμή για σφαγές και εγκλήματα: δεν μπορείς να μην παραδεχθείς πως, όπως οι σταυροφόροι, έτσι και οι φανατικοί ισλαμιστές τρομοκράτες σκοτώνουν για τη χάρη του Θεού ΣΥΝ έθνος 5. μάρτυρας υπεράσπισης: κι εκεί που καθόμουν, κύριε πρόεδρε, ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβω ο λαιμός του μακαρίτη βρέθηκε ανάμεσα στα χέρια μου, μάρτυς μου ο Θεός 6. πυρομανής: μη λες τέτοια λόγια, θα ρίξει φωτιά ο Θεός να σε κάψει 7. βοηθός πρωθυπουργού: ο Σαμαράς τα κουβέντιασε με τον Θεό και είπε πως με τη βοήθειά του θα βγάλει τη χώρα από την ύφεση ΣΥΝ ειδικός σύμβουλος.