κασιδιάρης (ο) 1. Αυτός που έχει πολλά νευρικά τικ: είναι τόσο κασιδιάρης, που κάθε φορά που τον κοιτάζω νομίζω πως κάνει σεισμό 2. λάτρης της στρατιωτικής θητείας και του στρατού γενικότερα: από την πρώτη μέρα που κοιμήθηκε στο θάλαμο και μύρισε την ποδαρίλα άλλων 30 φαντάρων έγινε κασιδιάρης 3. διαταραχή η οποία οδηγεί σε αδυναμία συγκράτησης του θυμού: ο Ηλίας έχει κασιδιάρη, καλύτερα να του λες ναι σε όλα 4. Η αδυναμία κάποιου να καταπιεί το σάλιο του: η καημένη η Ελένη πάσχει από κασιδιάρη και φτύνει συνέχεια 5. επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια: φοβάμαι πως ο Κασιδιάρης είναι κασιδιάρης, με το που τον άφησαν επιτέθηκε σε έναν φωτορεπόρτερ κι έναν καμεραμάν.