To Λεξικό

κασιδιάρης (ο) 1. Αυτός που έχει πολλά νευρικά τικ: είναι τόσο κασιδιάρης, που κάθε φορά που τον κοιτάζω νομίζω πως κάνει σεισμό 2. λάτρης της στρατιωτικής θητείας και του στρατού γενικότερα: από την πρώτη μέρα που κοιμήθηκε στο θάλαμο και μύρισε την ποδαρίλα άλλων 30 φαντάρων έγινε κασιδιάρης 3. διαταραχή η οποία οδηγεί σε αδυναμία συγκράτησης του θυμού: ο Ηλίας έχει κασιδιάρη, καλύτερα να του λες ναι σε όλα 4. Η αδυναμία κάποιου να καταπιεί το σάλιο του: η καημένη η Ελένη πάσχει από κασιδιάρη και φτύνει συνέχεια 5. επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια: φοβάμαι πως ο Κασιδιάρης είναι κασιδιάρης, με το που τον άφησαν επιτέθηκε σε έναν φωτορεπόρτερ κι έναν καμεραμάν.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top