πολιτική (η ) 1. μεγάλης κλίμακας φάρσα: άμα κοροϊδέψεις τρεις φίλους σου είναι φάρσα, άμα κοροϊδέψεις 10.000.000 είναι πολιτική 2. τέχνη που κάνει το εφικτό να μοιάζει ανέφικτο: κατάλαβα τι σημαίνει πολιτική όταν τον άκουσα να λέει πως θέλει να αλλάξει κάποια πράγματα, αλλά δεν έχει μαγικό ραβδί 3. ψευδαίσθηση κοινού στόχου: ο Γιώργος ήθελε εξουσία, ο Νίκος να γεμίσει το υπαρξιακό του κενό και ο Μάρκος νόμιζε πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, τους ένωσε η πολιτική ΣΥΝ. αγώνας 4. ένταξη σε ομάδα προκειμένου να ικανοποιηθεί κάποια ψυχολογική ανάγκη: ένιωθα φοβερή μοναξιά και ανασφάλεια, αλλά χάρη στην πολιτική έγινα άλλος άνθρωπος ΣΥΝ. Θρησκεία.