κεφάλι (το) 1. αποθηκευτικός χώρος για αμφιβόλου ποιότητας και υγιεινής υλικά: πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου 2. διακοσμητικό γκιλοτίνας: τον συγκινούν πολύ οι επαναστάσεις και ιδιαίτερα οι γκιλοτίνες που είναι στολισμένες με πολλά κεφάλια γύρω-γύρω 3. μέρος του σώματος του οποίου η χρήση είναι εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη: αν ήξερες να χρησιμοποιείς το κεφάλι σου δεν θα έκανες τα ίδια και τα ίδια ΣΥΝ. μυαλό 4. αντικείμενο ερωτικού πόθου του Αντώνη του Σαμαρά: η στιγμή που ο πρωθυπουργός διέκοψε το διάγγελμά του για να ομολογήσει πως κάνει έρωτα με το κεφάλι του ήταν πολύ συγκινητική.