φθινόπωρο (το) 1. αυτό που είναι δυσάρεστο, βαρετό και γκρίζο: φυσικά και αγαπώ το ελληνικό σινεμά, είναι τόσο φθινόπωρο 2. ψευδοποιητική μελαγχολική διάθεση: είπα στη Χριστίνα να βγούμε, αλλά είχε φθινόπωρο και ήθελε να μείνει μέσα να ξεφυλλίσει τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες της από το σχολείο όταν ακόμα ήταν αδύνατη και να ακούσει Μάριο Φραγκούλη 3. αυτό που δεν μπορεί να αποφασίσει ποια κατεύθυνση θα πάρει: στη διχάλα του δρόμου έγινα φθινόπωρο και δεν μπορούσα να αποφασίσω αν θα πάω δεξιά ή αριστερά ΣΥΝ. ΔΗΜΑΡ