οικονομικών (ο) 1. ανίκανος, άσχετος: μα καλά, δεν τον βλέπεις πως είναι οικονομικών και δεν μπορεί; ΣΥΝ εξωτερικών, παιδείας, ανάπτυξης, εσωτερικών, πολιτισμού, εργασίας κλπ. 2. κουτοπόνηρος: όταν είδα τον Τζαμτζή και τους άλλους βουλευτές της επαρχίας να συναντιούνται με τον Στουρνάρα δεν μπορούσα να καταλάβω ποιός είναι πιο πολύ οικονομικών. 3. κλέφτης, κλεπτομανής: αν συναντησεις τη Μαίρη καλού κακού έχε το χέρι στο πορτοφόλι σου, έχω ακούσει πως είναι οικονομικών ΣΥΝ φορολογικός.