To Λεξικό

εκλογές (οι) 1. υποχρεωτικό δικαίωμα: είσαι η σύζυγός μου, το να κάνεις σεξ μαζί μου είναι εκλογές σου 2. δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε χαμηλής ποιότητος προϊόντα: ο μανάβης μού έδωσε πάλι εκλογές, όλα του τα φρούτα ήταν σάπια 3. διαδικασία με την οποία οι κάτοικοι μιας χώρας επιλέγουν τα πρόσωπα τα οποία θα βρίζουν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια χάριν εκτόνωσης: κουράστηκα να μουντζώνω τους ίδιους, πρέπει να γίνουν εκλογές.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top