εκλογές (οι) 1. υποχρεωτικό δικαίωμα: είσαι η σύζυγός μου, το να κάνεις σεξ μαζί μου είναι εκλογές σου 2. δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε χαμηλής ποιότητος προϊόντα: ο μανάβης μού έδωσε πάλι εκλογές, όλα του τα φρούτα ήταν σάπια 3. διαδικασία με την οποία οι κάτοικοι μιας χώρας επιλέγουν τα πρόσωπα τα οποία θα βρίζουν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια χάριν εκτόνωσης: κουράστηκα να μουντζώνω τους ίδιους, πρέπει να γίνουν εκλογές.