To Λεξικό

παπανδρέου (ο) 1. άχρηστος ή απρόθυμος κληρονόμος: πήρε την επιχείρηση τού μπαμπά του, αλλά ήταν τόσο παπανδρέου που σε πέντε χρόνια την είχε φαλιρίσει 2. άνθρωπος με ειδικές πνευματικές ικανότητες: ο Γιώργος είναι τόσο παπανδρέου, που όταν τoν ρωτάς πώς βλέπει τα μέλλον ψάχνει τα κιάλια του 3. ο ακροαριστερός επαναστάτης: ο Θανάσης έχει γίνει παπανδρέου και το μόνο που τον απασχολεί είναι η ανατροπή του παγκόσμιου καπιταλισμού.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top