παπανδρέου (ο) 1. άχρηστος ή απρόθυμος κληρονόμος: πήρε την επιχείρηση τού μπαμπά του, αλλά ήταν τόσο παπανδρέου που σε πέντε χρόνια την είχε φαλιρίσει 2. άνθρωπος με ειδικές πνευματικές ικανότητες: ο Γιώργος είναι τόσο παπανδρέου, που όταν τoν ρωτάς πώς βλέπει τα μέλλον ψάχνει τα κιάλια του 3. ο ακροαριστερός επαναστάτης: ο Θανάσης έχει γίνει παπανδρέου και το μόνο που τον απασχολεί είναι η ανατροπή του παγκόσμιου καπιταλισμού.