To Λεξικό

πλούταρχος (ο) 1. αυτός που έχει την πολιτική σκέψη μαθητή του δημοτικού, ο πολιτικά αναλφάβητος: ο Θανάσης είναι πλούταρχος και δεν μπορώ να συζητάω πολιτικά μαζί του 2. είδος λαϊκού τραγουδιού, που βασίζεται στη λιγωτικά ζαχαρωμένη κλιμακτηριακή ευαισθησία: ο Πλούταρχος έχει κανένα τραγούδι που να μην είναι πλούταρχος; 3. αυτός που ξαφνικά γίνεται αντισυστημικός: ο Γιώργος είχε ένα σκάφος που το δήλωνε για επαγγελματικό, ο ΣΔΟΕ το βρήκε και τώρα είναι πλούταρχος.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top