πλούταρχος (ο) 1. αυτός που έχει την πολιτική σκέψη μαθητή του δημοτικού, ο πολιτικά αναλφάβητος: ο Θανάσης είναι πλούταρχος και δεν μπορώ να συζητάω πολιτικά μαζί του 2. είδος λαϊκού τραγουδιού, που βασίζεται στη λιγωτικά ζαχαρωμένη κλιμακτηριακή ευαισθησία: ο Πλούταρχος έχει κανένα τραγούδι που να μην είναι πλούταρχος; 3. αυτός που ξαφνικά γίνεται αντισυστημικός: ο Γιώργος είχε ένα σκάφος που το δήλωνε για επαγγελματικό, ο ΣΔΟΕ το βρήκε και τώρα είναι πλούταρχος.